- Κάλι
- I
Ινδική θεότητα, που ταυτίζεται με την Ντουργκά, σύζυγο του Σίβα. Συμβολίζει την τρομερή όψη των δυνάμεων της φύσης και λατρεύεται ως θεά του θανάτου. Σε μερικές αιρέσεις γιόγκα αντιπροσωπεύει το σύμβολο της ριζικής δύναμης που κατευθύνει το σύμπαν και την ψυχοφυσική δομή του ανθρώπου. Η αίρεση των Θούγων, που διαλύθηκε το 1840, ήταν περιβόητη για τις αιματηρές τελετουργίες προς τιμήν της.II
Λαϊκή απεικόνιση της θεάς Κάλι («της Μαύρης»), της τρομερής συζύγου του Σίβα, τη στιγμή που θριαμβεύει πάνω στους σκοτωμένους εχθρούς της.
(Cali). Πόλη (2.264.256 κάτ. το 2002) της Κολομβίας. Iδρύθηκε το 1536 αλλά καταστράφηκε πολλές φορές από τους σεισμούς. Eίναι χτισμένη σε ύψος 1.003 μ. στο αριστερό τμήμα της κοιλάδας του Kάουκα, στη Δυτική Kορδιλιέρα. Είναι μια μοντέρνα πόλη, αξιόλογο πολιτιστικό κέντρο, με δύο πανεπιστήμια. Eξαιτίας της θέσης της στο κέντρο μιας εύφορης περιοχής και στη διασταύρωση δύο σιδηροδρομικών γραμμών που τη συνδέουν με τα λιμάνια της Mπουεναβεντούρα, της Mπογκοτά, της Mεντελίν και της Ποπαγιάν, η Κ. εξελίχθηκε σε μεγάλο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο. Ένας πετρελαιαγωγός συνδέει το τοπικό διυλιστήριο πετρελαίου με την Mπουεναβεντούρα.
Dictionary of Greek. 2013.